Combined Search
| 10 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- νεκρώ.
-
- I. (Ενεργ.) νεκρώνω, θανατώνω·
- (εδώ μεταφ.):
- νέκρωσον αμαρτίας (Φυσιολ. (Legr.) 106).
- (εδώ μεταφ.):
- II. (Μέσ.) γίνομαι νεκρός, πεθαίνω·
- (μεταφ.) καταπνίγω, απονεκρώνω τις σαρκικές επιθυμίες:
- υπακοῄ νεκρούμενοι ώσπερ αποθανόντες (Πένθ. θαν. Κ 373).
- (μεταφ.) καταπνίγω, απονεκρώνω τις σαρκικές επιθυμίες:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εξουθενωμένος, συντετριμμένος:
- με καρδίαν και με ψυχήν, … νενεκρωμένην (Ντελλαπ., Στ. θρην. 286).
[μτγν. νεκρόω. Βλ. και νεκρώνω]
- I. (Ενεργ.) νεκρώνω, θανατώνω·
- νεκρωμός ο.
-
- Νέκρωση, θανάτωση:
- (Καλλίμ. 2543).
[<νεκρώνω + κατάλ. ‑μός]
- Νέκρωση, θανάτωση:
- νεκρώνω [nekróno] -ομαι Ρ1 : 1α.(βιολ.) προκαλώ την καταστροφή ιστών ή κυττάρων ενός ζωντανού οργανισμού: Nεκρώθηκε ο καρδιακός μυς. Nεκρωμένο δέρμα. β. δεν επιτρέπω την ανάπτυξη, την παρουσία ζωής: H Mεσόγειος κινδυνεύει να νεκρωθεί. 2. (μτφ.) α. (για αισθήσεις ή συναισθήματα) εμποδίζω κτ. να εκδηλωθεί, να υπάρξει, το καταστέλλω εντελώς: Ξυπνούν οι νεκρωμένες αισθήσεις. ~ τα πάθη / τις αμαρτωλές επιθυμίες μου. β. χάνω το χρώμα μου και μένω ακίνητος σαν νεκρός από φόβο ή ταραχή· παγώνω5, κερώνω2: Mπροστά στο τρομερό θέαμα όλοι νέκρωσαν. γ. κάνω κτ. να διακόψει τελείως κάθε δραστηριότητα, κάθε κίνηση: H παγωνιά νέκρωσε την πόλη. || διακόπτω κάθε δραστηριότητα: Tα λιμάνια νέκρωσαν από την απεργία. Nέκρωσε η αγορά, δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση. δ. διακόπτω τη λειτουργία ενός τεχνολογικού οργάνου: Οι τηλεφωνικές συσκευές νεκρώθηκαν λόγω βλάβης.
[λόγ. < αρχ. νεκρ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. nécroser < nécrose (δες στο νέκρωση)]
- νεκρώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Θανατώνω, σκοτώνω· προκαλώ το θάνατο κάπ.:
- δράκοντας γαρ και λέοντας … ενέκρωνεν (Αχιλλ. (Smith) N 1645· Ιμπ. (Legr.) 352)·
- β) (μεταφ.):
- ελέησεν τόν ενέκρωσεν, ωραία μου, το πιττάκιν (Λίβ. Sc. 696)·
- γ) αφαιρώ προσωρινά τις αισθήσεις κάπ. με μάγια, κάνω κάπ. να φαίνεται νεκρός:
- ιδέ το δακτυλίδιν, τό ενέκρωσεν τον Λίβιστρον (Λίβ. Sc. 1758).
- α) Θανατώνω, σκοτώνω· προκαλώ το θάνατο κάπ.:
- 2)
- α) Παραλύω, αμβλύνω τις αισθήσεις· κάνω κάπ. να μην μπορεί να αντιδράσει:
- ο τόσος πόνος … νεκρώνει το κορμίν σου (Λίβ. N 2964)·
- (σε μεταφ.):
- η μέθη … τον άνθρωπον νεκρώνει τον (Ιστ. Βλαχ. 2088)·
- (μεταφ.):
- τον ισχυρόν αυθέντην βλέμμαν απλώς ερωτικόν ενέκρωσεν (Καλλίμ. 1119)·
- φρ. νεκρώνει η ψυχή μου = παραλύω, «παγώνω»:
- (Χρον. Τόκκων 2823)·
- β) προκαλώ απώλεια της συνείδησης:
- νεκρώνουνται (ενν. οι μέθυσοι), ξυλώνουνται (Ιστ. Βλαχ. 2121).
- α) Παραλύω, αμβλύνω τις αισθήσεις· κάνω κάπ. να μην μπορεί να αντιδράσει:
- 3) Προκαλώ τον πνευματικό θάνατο κάπ.:
- Άστατος ένι (ενν. η όρεξις), … νεκρώνει την ψυχήν σου (Αλφ. (Μπουμπ.) I 63).
- 4) (Μεταφ.) απονεκρώνω:
- νεκρώνοντας τα μέλη σου τα επί της γης γίνεσαι ιερεύς του κλήρου του αγίου (Πηγά, Χρυσοπ. 296 (10)).
- 5) Καταστρέφω:
- τριγωνοχάλαζον που πέσει εις το χωράφιν και να νεκρώσει στάχυας (Παρασπ., Βάρν. C 258).
- 1)
- Β́ (Αμτβ.) πεθαίνω, ξεψυχώ:
- Θέλεις … να νεκρώσει το παιδί, να ξεψυχήσει ομπρός σου; (Θυσ. 344).
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Πεθαίνω:
- απέμεινεν … άφαγος, άπιος …, φαίνει με να νεκρώθην (Ιμπ. 678)·
- (σε σχ. υπαλλαγής):
- αδικιά, Ρωτόκριτε, … να νεκρωθού έτοια κάλλη (Ερωτόκρ. Έ 1044)·
- β) (μεταφ.):
- ενεκρώθησε ψυχή μου εκ την οδύνην (Λίβ. P 992).
- α) Πεθαίνω:
- 2) Λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου:
- πίπτει εις την γην, νεκρώνεται (Φλώρ. 991).
- 3) Παραλύω, δεν μπορώ να αντιδράσω:
- μόνο να το θυμηθώ … νεκρώνουνται τα μέλη μου (Ερωτόκρ. Ά 926).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) νεκρός:
- νεκρωμένο κορμί (Ερωφ. Έ 137)·
- β) (μεταφ.):
- την ελπίδα μου θωρώ σβηστή και νεκρωμένη (Ροδολ. Δ́ 20).
- α) νεκρός:
[<νεκρώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- νέκρωση η [nékrosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του νεκρώνω. 1α. (βιολ.) η καταστροφή ιστών ή κυττάρων ενός ζωντανού οργανισμού: H ~ του πολφού / του νεύρου του δοντιού. ~ ενός αγγείου. β. η καταστροφή ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε ένα χώρο: H ~ των θαλασσών / των λιμνών. 2. (μτφ.) α. (για αισθήσεις, ένστικτα, συναισθήματα) αδράνεια, τέλεια άμβλυνση: H ~ των ορμών / των απαιτήσεων της σάρκας. β. διακοπή κάθε δραστηριότητας: H ~ του εμπορίου / της αγοράς. γ. διακοπή της λειτουργίας ενός τεχνολογικού οργάνου.
[λόγ. < ιταλ. necrosi, necrosis (στη νέα σημ.) < λατ. necrosis < ελνστ. νέκρωσις `θάνατος΄ (-σις > -ση)]
- νεκρώσιμος, επίθ.
-
- Που αναφέρεται στο νεκρό:
- να ψάλλουσι τον νεκρώσιμον κανόνα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 175).
[<ουσ. νέκρωσις + κατάλ. ‑ιμος. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Που αναφέρεται στο νεκρό:
- νεκρώσιμος -η -ο [nekrósimos] Ε5 : που αναφέρεται σε νεκρό: Nεκρώσιμη ακολουθία / νεκρώσιμα τροπάρια, που ψάλλονται κατά την κηδεία. || (ως ουσ.) το νεκρώσιμο, έντυπο αγγελτήριο κηδείας, που τοιχοκολλείται.
[λόγ. < ελνστ. νεκρώσιμος]
- νέκρωσις η· νέκρωση.
-
- 1) Θάνατος:
- μετά την ώραν της νεκρώσεως ψυχραίνεται το αίμα (Μάρκ., Βουλκ. 3499).
- 2)
- α) Λιποθυμία, προσωρινή απώλεια των αισθήσεων (πβ. νεκρός 4):
- την νέκρωσιν και πνιγμονήν … της δεσποίνης (Καλλίμ. 1860)·
- (επιτ.):
- (Καλλίμ. 1157)·
- β) (σε σχ. υπαλλαγής):
- είχεν (ενν. η κόρη) … καρδιακάς νεκρώσεις (Λίβ. Sc. 2282).
- α) Λιποθυμία, προσωρινή απώλεια των αισθήσεων (πβ. νεκρός 4):
[μτγν. ουσ. νέκρωσις. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Θάνατος:
- νεκρωτής ο.
-
- Αυτός που προκαλεί το θάνατο·
- (εδώ προκ. για το Διάβολο που προκάλεσε στο ανθρώπινο γένος την απώλεια της αθανασίας):
- τον πανούργον νεκρωτήν, όφιν τον ιοβόλον (Γλυκά, Αναγ. 132).
- (εδώ προκ. για το Διάβολο που προκάλεσε στο ανθρώπινο γένος την απώλεια της αθανασίας):
[<νεκρώ + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 9. αι. (Κουμαν., Συναγ.)]
- Αυτός που προκαλεί το θάνατο·
- νεκρωτικός -ή -ό [nekrotikós] Ε1 : που προκαλεί ή που έχει υποστεί νέκρωση: Nεκρωτικά φάρμακα. ~ ιστός.
[λόγ. < ελνστ. νεκρωτικός]



