Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκρωτικός -ή -ό [nekrotikós] Ε1 : που προκαλεί ή που έχει υποστεί νέκρωση: Nεκρωτικά φάρμακα. ~ ιστός.

[λόγ. < ελνστ. νεκρωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες