Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεκρολούλουδο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκρολούλουδο το [nekrolúluδo] Ο41 : 1.είδος λουλουδιού. 2. (συνήθ. πληθ.) τα λουλούδια με τα οποία στολίζουν το νεκρό.

[νεκρο- + λουλού δ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go