Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεκρικά, επίρρ.
-
- Με τρόπο που ταιριάζει σε νεκρό:
- χείρας … νεκρικά συσταλμένας (Διγ. Esc. 1856).
[<μτγν. επίθ. νεκρικός. Η λ. και σήμ.]
- Με τρόπο που ταιριάζει σε νεκρό:



