Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκρανάσταση η [nekranástasi] Ο33 : 1.η επιστροφή ενός νεκρού από το θάνατο στη ζωή: H ~ του Λαζάρου. || (επέκτ.) διάσωση και θεραπεία ενός ετοιμοθάνατου. 2. (μτφ.) α. προσπάθεια επαναφοράς ενός θεσμού ή μιας νοοτροπίας που έχει από καιρό εγκαταλειφθεί: H ~ ενός νόμου / του ρομαντισμού. β. προσπάθεια επανίδρυσης ενός κράτους, μιας οργάνωσης, μιας ένωσης κτλ. που θεωρείται ότι έχει οριστικά διαλυθεί: Οι υπόδουλοι Έλληνες πίστευαν στη ~ της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[λόγ. νεκρ(ο)- + ανάστα(σις) -ση]



