Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεγροειδής -ής -ές [neγroiδís] Ε10 : που έχει τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των νέγρων: ~ φυλή, που ζει στην Aφρική.
[λόγ. < γαλλ. négroide < négro- = νέγρο(ς) + -ide = -ειδής]



