Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναύλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναύλος ο [návlos] Ο18 & ναύλο το [návlo] Ο39 : το χρηματικό ποσό που παίρνει ο ιδιοκτήτης ή ο ναυλωτής πλοίου ή αεροπλάνου, για να μεταφέρει φορτίο ή επιβάτη· (πρβ. ναύλα).

[λόγ. < αρχ. ναῦλος ὁ, ναῦλον τό]

[Λεξικό Κριαρά]
ναύλος ο.
  • 1) Το αντίτιμο για τη θαλάσσια μεταφορά ανθρώπων, κ.ά.:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 384r).
  • 2) Αμοιβή ναυτικού για τη συμμετοχή του σε ταξίδι:
    • (Ασσίζ. 4824).
  • 3) Είδος φόρου (για πλοία):
    • εισαγωγήν … άνευ … δόσεως ναύλου (Metrol. 12912).

[αρχ. ουσ. ναύλος. Η λ. (καθώς και πληθ. ‑α) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλοσύμφωνο το [navlosímfono] Ο40 : το έγγραφο συμφωνίας για τη ναύλωση πλοίου· ναυλωτήριο.

[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + σύμφωνον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες