Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναυτοπρόσκοπος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτοπρόσκοπος ο [naftopróskopos] Ο20α θηλ. ναυτοπροσκοπίνα [nafto proskopína] Ο26 : αυτός που ανήκει σε έναν από τους κλάδους του προσκοπισμού, όπου παρέχεται ναυτική εκπαίδευση και καλλιεργείται η αγά πη για τη θάλασσα.

[λόγ. ναυτο- + πρόσκοπος· ναυτοπρόσκο π(ος) -ίνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go