Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναυτολόγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτολόγηση η [naftolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ναυτολογώ.

[λόγ. ναυτολογη- (ναυτολογώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go