Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναυλοσύμφωνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλοσύμφωνο το [navlosímfono] Ο40 : το έγγραφο συμφωνίας για τη ναύλωση πλοίου· ναυλωτήριο.

[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + σύμφωνον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go