Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ναυάγιον το.
-
- α) Καταποντισμός πλοίου:
- (Βακτ. αρχιερ. 171)·
- β) (μεταφ.) ηθική καταστροφή, διαφθορά:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2128).
[αρχ. ουσ. ναυάγιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- α) Καταποντισμός πλοίου:



