Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νατοϊκός -ή -ό [natoikós] Ε1 : που έχει σχέση με το NATΟ: Nατοϊκά στρατεύματα.
[λόγ. αρκτικόλ. NATΟ -ικός < αγγλ. N(orth) A(tlantic) T(reaty) Ο(rganization) `Οργανισμός Bορειοατλαντικού Συμφώνου΄]



