Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νίτρον το.
-
- Νάτρο (= ανθρακική σόδα), λατρόνι (βλ. ά.):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 241).
[αρχ. ουσ. νίτρον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Νάτρο (= ανθρακική σόδα), λατρόνι (βλ. ά.):



