Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νέκρωσις η· νέκρωση.
-
- 1) Θάνατος:
- μετά την ώραν της νεκρώσεως ψυχραίνεται το αίμα (Μάρκ., Βουλκ. 3499).
- 2)
- α) Λιποθυμία, προσωρινή απώλεια των αισθήσεων (πβ. νεκρός 4):
- την νέκρωσιν και πνιγμονήν … της δεσποίνης (Καλλίμ. 1860)·
- (επιτ.):
- (Καλλίμ. 1157)·
- β) (σε σχ. υπαλλαγής):
- είχεν (ενν. η κόρη) … καρδιακάς νεκρώσεις (Λίβ. Sc. 2282).
- α) Λιποθυμία, προσωρινή απώλεια των αισθήσεων (πβ. νεκρός 4):
[μτγν. ουσ. νέκρωσις. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Θάνατος:



