Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νάρθηξ ο· άρτηκας· νάρθηκας· νάρτηκας.
-
- Ο πρόναος των χριστιανικών ναών, ο νάρθηκας:
- μετά τους ένδεκα χρόνους να σεβεί (ενν. ο μοιχεύς) εις τον νάρτηκαν της εκκλησίας (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 378v).
[αρχ. ουσ. νάρθηξ. Οι τ. άρτηκας (πβ. Du Cange, λ. άρθηξ) και νάρτηκας και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑κας στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ο πρόναος των χριστιανικών ναών, ο νάρθηκας:



