Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μύωψ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύωψ ο [míops] Ο (στην ονομ. εν.) : (λόγ., σκωπτ.) μύωπας: Είμαι ολίγον τι ~.

[λόγ. < αρχ. μύωψ (δες στο μύωπας)]

[Λεξικό Κριαρά]
μύωψ ο.
  • Αλογόμυγα:
    • (Κυνοσ. 59525).

[αρχ. ουσ. μύωψ. Τ. (?)μύωπας σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go