Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύστακας ο [místakas] Ο5 : λόγ. 1. το μουστάκι. 2. (πληθ.) σημάδι της στίξης ({})· άγκιστρα.
[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) μύσταξ, αιτ. -άκα (δες στο μουστάκι)]



