Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μύρμηξ ‑κας ο· μέρμηγκας· μούρμουγκας· μύρμηγκας.
-
- 1) Μυρμήγκι:
- (Πουλολ. 49)·
- ψύλλοι … ωσάν χοντροί μερμήγκοι (Σαχλ., Αφήγ. 456)·
- (σε αναφορά στο μύθο για την προέλευση των Μυρμιδόνων):
- (Θησ. Ή [745]).
- 2) (Στον πληθ.) ελμινθίαση:
- Εις μέρμηγκας, ήγουν σκούληκας παιδίου (Ιατροσ. κώδ. σμή).
[αρχ. ουσ. μύρμηξ. Οι τ. μέρμηγκας (Meursius) και μύρμηγκας (Du Cange) και σήμ.]
- 1) Μυρμήγκι:



