Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύδρος ο [míδros] Ο18 : 1. (παρωχ.) α. βλήμα πυροβόλου όπλου και ιδίως οβίδα κανονιού. β. μάζα από λάβα που τινάζεται ψηλά. 2. (μτφ.) έντονη κριτική ή κατηγορίες εναντίον κάποιου: H αντιπολίτευση εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβέρνησης.
[λόγ.: 1β, 2: αρχ. μύδρος `καυτή πέτρα που τινάζεται από ηφαίστειο΄· 1α: δες στο μυδραλιοβόλο]



