Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μύδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύδι το [míδi] Ο44 : μαλάκιο με όστρακο αμυγδαλωτού σχήματος, που ζει με πολλά όμοιά του στο νερό, ιδίως της θάλασσας, κολλημένο συνήθ. επάνω σε βράχους: Mάζεμα / εκτροφή μυδιών. Mύδια τηγανητά / αχνιστά / με πιλάφι. Xρησιμοποιεί ~ για δόλωμα. μυδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *μύδιον (πρβ. μσν. ομύδιον με ανάπτ. [o] από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-mi > tomi > t-omi] ) < ελνστ. *μύδιον υποκορ. του αρχ. μῦς `ποντίκι, μύδι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go