Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μότορσιπ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μότορσιπ το [mótorsip] Ο (άκλ.) : κάθε εμπορικό πλοίο που κινείται με μηχανές εσωτερικής καύσεως.

[λόγ. < αγγλ. motor ship]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go