Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μόντελιγκ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόντελιγκ το [módeliŋg] Ο (άκλ.) : το επάγγελμα του μοντέλου3, η παρουσίαση νέων δημιουργιών συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας: Ύστερα από τα καλλιστεία ασχολήθηκε με το ~.

[λόγ. < αγγλ. modeling]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go