Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μόμολο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόμολο το [mómolo] Ο41 : (μειωτ.) βρισιά για μικρό παιδί, για γέρο ή γενικά για ανίκανο άνθρωπο.

[ιταλ. mommolo `μαλακό τηγανητό γλυκό από ρύζι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go