Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μόδιον το· μόδι· μόδιν.
-
- 1) Μόδιος (βλ. ά. 1):
- στοιχεί το όλον μόδιον, ήγουν τας μ́ λίτρας το σιτηρόν κοκκία μυριάδας λδ́ ͵εχ́ (Metrol. 5232)·
- (στην Κύπρο για τη μέτρηση αλατιού):
- (Μαχ. 61215).
- 2) Ως μονάδα μέτρησης επιφάνειας (βλ. μόδιος 2):
- πιπράσκειν τῳ νομίσματι γην μοδίου ενός (Μetrol. 497).
- 3) Για δήλ. πλήθους, μεγάλης ποσότητας:
- αν γένει κτύπος πούποτε, μόδιν αγγέλους βλέπεις (Γλυκά, Στ. 149).
[μτγν. ουσ. μόδιον. Ο τ. ‑ι, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν στο Du Cange και σήμ. κυπρ.]
- 1) Μόδιος (βλ. ά. 1):



