Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μόδης ο.
-
- Μόδιος (βλ. ά. 1):
- θαλάσσιος μόδης (Metrol. 1272)·
- βασιλικός μόδης (Metrol. 13926)·
- το σιτάριν αξάζει ο μόδης πέρπυρον ένα (Ασσίζ. 30028)·
- (στην Κύπρο ειδικά για τη μέτρηση αλατιού):
- (Ασσίζ. 24319).
[<ουσ. μόδιος. Τ. μόης σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius και σήμ. κυπρ.]
- Μόδιος (βλ. ά. 1):



