Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυωπικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυωπικός -ή -ό [miopikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη μυωπία: Mυωπική όραση. Mυωπικά μάτια. Mυωπικά γυαλιά. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πνευματική μυωπία: Mυωπική πολιτική.

[λόγ. < γαλλ. myopique < myope < αρχ. μύωψ (δες στο μύωπας) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go