Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυτοτσίμπιδο το [mitotsímbiδo] Ο41 : τσιμπίδα που τα δύο σκέλη της καταλήγουν σε πολύ λεπτή μύτη, έτσι ώστε να μπορούν να πιάσουν πολύ μικρά αντικείμενα.
[μύτ(η) -ο- + τσιμπίδ(α) -ο]



