Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυστικώς, επίρρ.
-
- 1)
- α) Με μυστικότητα, κρυφά:
- συνιβάζεται κρυφά με έναν καραβοκύρην να τον επάρει μυστικώς (Ιμπ. 644)·
- β) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως:
- κράζει τον αμιράλην του και μυστικώς του είπεν (Χρον. Μορ. Η 2179).
- α) Με μυστικότητα, κρυφά:
- 2) Πνευματικά, νοερά:
- τῃ Αγίᾳ Τριάδι παρίσταται (ενν. ο φρόνιμος) μυστικώς (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IV 67).
[μτγν. επίρρ. μυστικώς]
- 1)



