Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυστικιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστικιστικός -ή -ό [mistikistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μυστικισμό ή στο μυστικιστή: Mυστικιστική θεωρία / άποψη / διάθεση.

[λόγ. μυστικι στ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go