Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυστηριακός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυστηριακός, επίθ.
  • 1) Που διενεργείται με μυστικότητα, απόκρυφος· μυστικός:
    • μυστηριακάς … εορτάς και θυσίας (Σοφιαν., Παιδαγ. 116
    • Περί διαθήκης οπού γίνεται μυστηριακή (Βακτ. αρχιερ. 145).
  • 2) Έμπιστος:
    • κελεύει … έναν εκ τους οικείους μυστηριακόν και φρόνιμον (Βυζ. Ιλιάδ. 290).
  • Το θηλ. ως ουσ. = έμπιστη ακόλουθος:
    • το κορίτσι, οπού 'τον και μυστηριακή της κόρης (Φλώρ. 1660).

[μτγν. επίθ. μυστηριακός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστηριακός -ή -ό [mistiriakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τα μυστήρια: Mυστηριακές τελετές. Mυστηριακά σύμβολα. Mυστηριακές θρησκείες. 2. (λογοτ.) μυστηριώδης.

[λόγ. < αρχ. μυστηριακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go