Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυρτέα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μυρτέα η· μερτία· μερτιά· μυρτία· μυρτιά.
  • α) Το φυτό μυρτιά:
    • πολλές μερτές ήσαν με τ’ άνθος (Θησ. Ζ́ [578]
  • β) κλωνάρι μυρτιάς:
    • τους ναούς όλους εστεφάνωσαν με δάφνη και μυρτίες (Λουκάνη, Άλ. Τροίας [643]
  • γ) φύλλο μυρτιάς:
    • να τρέχουσιν εις τους αρρωστημένους με τες μυρτιές τες καπνιστές (Γεωργηλ., Θαν. 615).

[<ουσ. μύρτον + κατάλ. ‑έα. Ο τ. μερτιά και σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑ία στον Ησύχ. Ο τ. ‑ιά στο Βλάχ. και σήμ. Τ. ‑τέ σήμ. κρητ. Η λ. και τ. με σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go