Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυθοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυθοποιώ [miθopió] -ούμαι Ρ10.9 : αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. εξαιρετικές ιδιότητες, εκτιμώ, θαυμάζω υπερβολικά.

[λόγ. < ελνστ. μυθοποιῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go