Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυθοπλάστης ο.
-
- Αυτός που επινοεί, πλάθει μύθους, μυθοποιός:
- λέξων ήρχομουν μυθοπλαστών τους λόγους (Προδρ. III 47).
[μτγν. ουσ. μυθοπλάστης]
- Αυτός που επινοεί, πλάθει μύθους, μυθοποιός:



