Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπότον το.
-
- Οικονομικό «χτύπημα», ζημία από υπερτίμηση:
- Το μετάξι και το πρινοκόκκι μάς έδωσαν μπότον άσπρα ιγ́ (Rechenb. 6729).
[<βεν. boto. Τ. ‑ο σήμ. ιδιωμ.]
- Οικονομικό «χτύπημα», ζημία από υπερτίμηση:



