Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπόουλιγκ το [bóuliŋg] Ο (άκλ.) : παιχνίδι που παίζεται με ειδική σφαίρα, με την οποία κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει μια σειρά από ξύλινα αντικείμενα που μοιάζουν με μπουκάλι.
[λόγ. < αγγλ. bowling]



