Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόμπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόμπος ο [bóbos] Ο18 : (προφ.) για σκανταλιάρικο μικρό αγόρι.

[λ. νηπιακή(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες