Παράλληλη αναζήτηση
| 9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπόμπα η.
-
- Μεταλλικό σφαιρικό βλήμα όλμου, κοίλο και γεμισμένο με πυρίτιδα, όπου μεταδίδεται η φωτιά για την έκρηξη με φιτίλι που ανάβεται πριν την εκτόξευση:
- ανάφτουσι μια μπόμπα και πετούν την μέσα στο κάστρο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38319)·
- μπάλες και μπόμπες (αυτ. 38820)·
- μπόμπες τω σαρμπάνω (αυτ. 46017).
[<ιταλ. bomba. Η λ. στο Somav. II (λ. bomba) και σήμ. (νεότ. τ. βόμβα)]
- Μεταλλικό σφαιρικό βλήμα όλμου, κοίλο και γεμισμένο με πυρίτιδα, όπου μεταδίδεται η φωτιά για την έκρηξη με φιτίλι που ανάβεται πριν την εκτόξευση:
- μπόμπα 1 η [bomba] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) η βόμβα. 2. (μτφ., προφ.) α. για κτ. συνήθ. στρογγυλό, πολύ μεγαλύτερο από το συνηθισμένο: Mπόμπες είναι τα μήλα. β. για κτ. που είναι πολύ καλά φτιαγμένο ή σε πολύ καλή κατάσταση: ~ έγινε το αυτοκίνητο. Mετά το σέρβις έγινε ~ το μηχανάκι. 3. (προφ.) κακής ποιότητας ή νοθευμένο αλκοολούχο ποτό: Ήπιαμε κάτι μπόμπες χτες βράδυ και ξύπνησα με πονοκέφαλο.
[ιταλ. bomba (ηχομιμ.)]
- μπόμπα 2 η : (προφ.) μεγάλο βαρέλι συνήθ. κοντόχοντρο ή άλλο δοχείο αντίστοιχου μεγέθους, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ιδίως υγρών ή αερίων: Mία ~ με κρασί / με υγραέριο.
[< μπόμπα 1]
- μπομπάρδα η [bombárδa] Ο25α : 1α. είδος παλαιού κανονιού που εκτόξευε μεγάλα βλήματα, συνήθ. πέτρινα. β. είδος παλαιού πολεμικού ιστιοφόρου. 2. είδος μουσικού οργάνου.
[μσν. μπομπάρδα < ιταλ. bombarda]
- μπομπάρδα η· βομβάρδα· βουμπάρδα· μπουμπάρδα· μπουπάρδα· πομπάρδα· πουμπάρδα· πουμπάρτα· πουπάρδα.
-
— Βλ. και λομπάρδα.
- α) Είδος τηλεβόλου:
- των μεγίστων βουμπάρδων αι πέτραι τον … πύργον … θέλουν χαλάσειν (Καναν. 101)·
- μπουμπάρδες των κατέργων (Αχέλ. 2453)·
- β) (συνεκδ.) προκ. για τη βολή ή το βλήμα του όπλου:
- εσύραν από την Αμόχουστον μίαν πουμπάρδαν και επήρεν το μερίν του Καζισέστα (Μαχ. 62023).
[<ιταλ. bombarda. Ο τ. βου‑ στο Du Cange. Τ. ‑μβ‑ στο Meursius. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ. Ο τ. που‑ (<προβ. boumbarda) στο Du Cange, ό.π. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange, ό.π. και σήμ.]
- α) Είδος τηλεβόλου:
- μπομπαρδάρης ο· μπουμπαρδάρης· μπουπαρδάρης.
-
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- οι μπουμπαρδάροι τρέχουσι, λουμπάρδες να κινήσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32321).
[<ουσ. μπομπάρδα + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ.]
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- μπομπαρδέα η· μπομπαρδιά· μπουμπαρδέα· μπουπαρδέα.
-
- α) Βολή μπομπάρδας, κανονιά:
- εκόντεψαν (ενν. οι Τούρκοι), τες μπομπαρδιές αρχίζει (ενν. ο Μιχαήλ) (Παλαμήδ., Βοηβ. 285)·
- β) (συνεκδ.) βλήμα μπομπάρδας, οβίδα:
- η μπουμπαρδέα των εις τον λιμένα σώνει (Αχέλ. 322).
[<ουσ. μπομπάρδα + κατάλ. ‑έα. Τ. μπουμπαρδιά στο Somav. Τ. πουμπαρκιά σήμ. κυπρ.]
- α) Βολή μπομπάρδας, κανονιά:
- μπομπαρδιέρης ο· πουμπαρδιέρης.
-
- Πυροβολητής:
- σκεύη και πουμπαρδιέρηδες … ενέπλησε τα κάτεργα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 128).
[<ιταλ. bombardiere. Ο τ. στο Du Cange (λ. βουμπάρδα) και τ. μπουμπαρδέρης στο Somav. (λ. μπουμπαρδάρης). Η λ. στο Somav. (λ. φουσσάτον)]
- Πυροβολητής:
- μπομπαρδοχαλασμένος, μτχ. επίθ.· πουμπαρδοχαλασμένος.
-
- Που είθε να καταστραφεί από βολές πυροβόλων:
- της Τρίτης … της … πουμπαρδοχαλασμένης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 196).
[<ουσ. μπομπάρδα + μτχ. παρκ. του χαλώ]
- Που είθε να καταστραφεί από βολές πυροβόλων:



