Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόγος ο [bóγos] Ο18 : 1. χοντρό δέμα ρούχων ή άλλων ειδών συνήθ. τυλιγμένο σε ύφασμα: Tαξιδιώτες που κρατούσαν μπόγους ή βαλίτσες. Έκανε τις κουβέρτες του μπόγο και τον πήρε στην πλάτη. Tον άρπαξε και τον πέταξε κάτω σαν μπόγο. 2. (μτφ.) για χοντρό και ασουλούπωτο άνθρωπο.

[τουρκ. (διαλεκτ.) boğ -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go