Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπρε
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπρε [bré] επιφ. : (λαϊκότρ.) βρε, μωρέ.

[μσν. μπρε < τουρκ. bre, bire]

[Λεξικό Κριαρά]
μπρε, επιφ.,
βλ. μωρέ.
[Λεξικό Κριαρά]
μπρεζεντάρω,
βλ. πρεζεντάρω.
[Λεξικό Κριαρά]
μπρέκια η.
  • Ρήγμα στο τείχος ενός φρουρίου από βλήματα πυροβόλου ή υπονόμους:
    • τσι μπρέκιες … εστουμπώνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50315).

[<βεν. brechia. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπρελόκ το [brelók] Ο (άκλ.) : ειδική κατασκευή μικρού μεγέθους για κλειδιά· (πρβ. κλειδοθήκη): Ξέχασε το ~ στο σπίτι του με όλα τα κλειδιά.

[λόγ. < γαλλ. breloque]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπρετέλα η [bretéla] Ο25 : λεπτή γυναικεία τιράντα ιδίως εσώρουχου: Ελαστικές / μεταξωτές μπρετέλες.

[ιταλ. bretella ή γαλλ. bretell(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go