Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπράτιμος ο [brátimos] Ο20 : (λαϊκότρ.) 1. νέος άντρας ή έφηβος, στενός συγγενής ή φίλος του γαμπρού ή της νύφης, που βοηθά στο γάμο. 2. ο αδελφοποιτός.
[βουλγ. bratim(ya) `αδερφώνομαι΄ -ος (αναδρ. σχημ.)]



