Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπράβος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπράβος ο [brávos] Ο18 : (μειωτ.) ο σωματοφύλακας: Kομματάρχης που συνοδεύεται από τους μπράβους του. || (επέκτ.): Οι μπράβοι του κόμματος· (πρβ. τραμπούκος).

[ιταλ. bravo `μισθοφόρος, σωματοφύλακας΄ (από τη σημ.: `γενναίος, άγριος΄) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπράβος, επίθ.
  • Γενναίος, ανδρείος, ικανός:
    • σολντάδοι μπράβοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37221
    • μπράβος στο σπαθί (Ευγέν. Πρόλ. 13).
  • Το αρσ. ως ουσ. =
    • α) στρατιωτικός που προσφέρει υπηρεσίες ακολούθου ή σωματοφύλακα σε ισχυρούς· τύπος ψευτογενναίου και παλληκαρά:
      • Άρχοντες, πού 'ν’ οι μπράβοι σας; (Διακρούσ. 11211· Κατζ. Δ́ 270
    • β) ως πρόσωπο των κωμωδιών του κρητικού θεάτρου:
      • Κουστουλιέρης, μπράβος κοδάρδος (Κατζ. Κατάλογος προσώπων 18
      • (ως όν. θεατρικού προσώπου):
        • (Στάθ. Ά πριν από στ. 83).

[<ιταλ. bravo. Η λ. ως ουσ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπραβοσύνη η.
  • Ανδρεία, ικανότητα, επιτηδειότητα:
    • Τη μπραβοσύνη έχασα, διατί ηύραν με τα γέρα (Ευγέν. Πρόλ. 25).

[<ουσ. μπράβος + κατάλ. ‑σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες