Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπούφα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μπούφα η.
  • Κινητό τμήμα κράνους που προστατεύει το πρόσωπο:
    • (Φορτουν. Γ́ 11).

[<βεν. bufa]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουφάν το [bufán] Ο (άκλ.) : είδος σπορ πανωφοριού συνήθ. με κοντό γιακά, το οποίο κλείνει ως το λαιμό με κουμπιά ή με φερμουάρ και φτάνει ως τη μέση όπου στενεύει: Aντρικό / γυναικείο ~. Πέτσινο / δερμάτινο / αδιάβροχο ~. || Kάνει ~ το φόρεμα, είναι σουρωτό και φουσκώνει.

[λόγ. < γαλλ. bouffant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go