Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπούμεραγκ το [búmeraŋg] Ο (άκλ.) : 1. όπλο των ιθαγενών της Aυστρα λίας που ρίχνεται εναντίον μακρινού στόχου και, αν αποτύχει, επιστρέφει στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε. 2. (μτφ.) ενέργεια εχθρική για κπ., που τελικά βλάπτει εκείνον που την έκανε: H πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης θα γίνει ~ για την αντιπολίτευση.
[λόγ. < αγγλ. boomerang (από γλ. των ιθαγενών της Aυστραλίας)]



