Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπούλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούλης ο [búlis] Ο11 θηλ. μπούλα [búla] Ο25α : 1. (σπάν.) ο μπέμπης. 2. (μειωτ.) για παιδί άβουλο, καλομαθημένο και συνήθ. προσκολλημένο στους γονείς του. || για ανώριμο μεγάλο άνθρωπο.

[το υποκορ. επίθημα -ούλης σε λ. που το θέμα τους περιέχει [b] : μπέμπ(ης) -ούλης > μπεμπ-ούλης > μπε-μπούλης, Χαράλαμπος > Χαραλαμπ-ούλης > Χαραλα-μπούλης· μπούλ(ης) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go