Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπούκωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούκωμα το [búkoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουκώ νω: ~ του στόματος / της μηχανής. || (ιδ. για το στόμα): Kάνε μπουκώματα με αλατόνερο, ύστερα από την εξαγωγή δοντιού.

[μπουκώ(νω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go