Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουτονιέρα η [butonéra] Ο25α : κουμπότρυπα ή θηλιά στο αριστερό πέτο ιδίως του σακακιού ή του παλτού: Έβαλε ένα γαρίφαλο στην ~ του.
[ιταλ. bottoniera ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]



