Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουρδούκλωμα το [burδúkloma] & μπερδούκλωμα το [berδúkloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουρδουκλώνω.
[μπουρδουκλώ(νω), μπερδουκλώ(νω) -μα]



