Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουντουάρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουντουάρ το [buduár] Ο (άκλ.) : μικρό και συνήθ. κομψό δωμάτιο, στο οποίο οι γυναίκες καλλωπίζονταν και δέχονταν τις προσωπικές τους επισκέψεις.

[λόγ. < γαλλ. boudoir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go