Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουντουάρ το [buduár] Ο (άκλ.) : μικρό και συνήθ. κομψό δωμάτιο, στο οποίο οι γυναίκες καλλωπίζονταν και δέχονταν τις προσωπικές τους επισκέψεις.
[λόγ. < γαλλ. boudoir]



