Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουλντόγκ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουλντόγκ το [buldóg] & μπουλντόκ το [buldók] Ο (άκλ.) : ράτσα σκύλων με κοντόχοντρο σώμα, χοντρό κεφάλι, πλατύ μουσούδι και κοντό τρίχωμα: Άνθρωπος άσχημος σαν ~.

[γαλλ. bouledogue < αγγλ. bulldog (σκυλί για αγώνες με ταύρους)· αποηχηροπ. του τελ. συμφ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go