Combined Search
| 197 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- μπου το [bú] Ο (άκλ.) : (παιδ.) το νερό.
[λ. νηπιακή]
- μπουάτ η [buát] Ο (άκλ.) : μικρό νυχτερινό κέντρο διασκέδασης με ζωντανή μουσική.
[λόγ. < γαλλ. boîte de nuit, boîte `κέντρο διασκέδασης που λειτουργεί τη νύχτα΄]
- μπουάτ το [buát] Ο (άκλ.) : μικρό κουτί, συνήθ. εντοιχισμένο, μέσα στο οποίο γίνεται η διακλάδωση των καλωδίων της ηλεκτρικής εγκατάστασης.
[γαλλ. boîte (θηλ.) ουδ. κατά το κουτί]
- μπουγ(γ)άκι το,
- βλ. πουγγάκι.
- μπουγάδα η [buγáδa] Ο25α : το σύνολο των εργασιών που αφορούν το πλύσιμο των ρούχων ιδίως με τα χέρια: H νοικοκυρά έχει / βάζει ~. || (επέκτ.) για τα πλυμένα ρούχα: ~ απλωμένη στον ήλιο για να στεγνώσει.
[παλ. ιταλ. ή βεν. bugada]
- μπουγάδα η.
-
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα:
- (Μπερτολδίνος 166)·
- β) (συνεκδ.) τα πλυμένα ρούχα:
- ο ήλιος στεγνώνει χίλιες μπουγάδες (αυτ).
[<βεν. bugada. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα:
- μπουγαδιάζω [buγaδjázo] Ρ2.1α : (προφ.) κάνω μπουγάδα.
[μπουγάδ(α) -ιάζω]
- μπουγάδιασμα το [buγáδjazma] Ο49 : (προφ.) πλύσιμο ρούχων.
[μπουγαδιασ- (μπουγαδιάζω) -μα]
- μπουγαδοκόφινο το.
-
- Κοφίνι για τη μπουγάδα:
- (Βαρούχ. 3918 (έκδ. που‑)).
[<ουσ. μπουγάδα + κοφίνι. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- Κοφίνι για τη μπουγάδα:
- μπουγάζι το [buγázi] & μπογάζι το [boγázi] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1α. πορθμός. β. στενό ανάμεσα σε δύο βουνά. 2. ρεύμα αέρα που φυσάει σε στενό.
[μσν. μπουγάζι < *μπογάζι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < τουρκ. boğaz -ι]



